- υγειονομικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» — υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικώνβ) «υγειονομική νομοθεσία»(νομ.) το σύνολο τών διατάξεων που αφορούν στην υγεία ως ατομικό και συλλογικό έννομο αγαθόγ) «υγειονομική υπηρεσία» — γενική ονομασία οργανώσεων επιφορτισμένων με τη μέριμνα τής υγείας ορισμένων κατηγοριών ατόμων, όπως λ.χ. στρατιωτικών, δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων κ.ά.δ) «υγειονομικό κέντρο» — υπηρεσία που εδρεύει σε μεγάλες πόλεις, κυρίως σε πρωτεύουσες νομών, και η οποία έχει ως έργο την προάσπιση τής δημόσιας υγείαςε) «υγειονομικό σώμα» — το σύνολο τών προσώπων που υπηρετούν στην υγειονομική υπηρεσία τού στρατούστ) «υγειονομικός έλεγχος» — έλεγχος που διενεργείται από τα κατά τόπους υγειονομεία και ο οποίος αποσκοπεί στην προφύλαξη τής χώρας από διάφορες λοιμώδεις νόσουςζ) «υγειονομικό υλικό» — το φαρμακευτικό και το λοιπό σχετικό υλικό που χρησιμεύει για τη διατήρηση τής υγιεινής κατάστασης τών πολιτώνη) «υγειονομικά δικαιώματα»ναυτ. δικαιώματα που καταβάλλονται από πλοία τα οποία αγκυροβολούν σε λιμάνια ή στις ακτές μιας χώραςθ) «υγειονομικά τέλη»(νομ.) τέλη που θεσπίστηκαν το 1936 με στόχο την κάλυψη τών δαπανών που συνεπάγεται η υγειονομική προστασία λιμένων, αεροδρομίων και άλλων παρεμφερών χώρων και τα οποία ενσωματώνονται στις τιμές τών εισιτηρίωνι) «υγειονομικά μέτρα» — τα μέτρα που παίρνει το κράτος για την προφύλαξη τού λαού από νόσους οι οποίες μεταδίδονται από το εξωτερικό, για την πρόληψη τών ασθενειών και την καταστολή τους, καθώς και για την αποτροπή τής μετάδοσης νόσων προς το εξωτερικό.επίρρ...υγειονομικώς και υγειονομικά Νμε υγειονομικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + -νομικός (< -νόμος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.